- εποικοδομητικός
- -ή, -ό1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή συντελεί στην εποικοδόμηση2. εκείνος που συντελεί στη διαμόρφωση τού χαρακτήρα, στη βελτίωση τής προσωπικότητας, τής γνώσης κ.λπ.3. αυτός που ενισχύει μια άποψη.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση ξένου όρου (πρβλ. γερμ. erbaulich). Μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.